οπλουργός


οπλουργός
Προφορά

Ετυμολογία
οπλουργός μεταγενέστερη ελληνική ὁπλουργός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οπλουργός

✦ αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει όπλα: ξέρουν ότι είμαι οπλουργός και επισκευάζω τα όπλα όλων (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.