οξυγόνο
Προφορά
Ετυμολογία
οξυγόνο μετά└φρ┘του └γαλλ┘ όρου oxygéne
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οξυγόνο
✦ χημικό στοιχείο, αέριο, άχρωμο και άοσμο, ένα από τα κύρια συστατικά του νερού και του ατμοσφαιρικού αέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–