ομοιογένεια


ομοιογένεια
Προφορά

Ετυμολογία
ομοιογένεια μεταγενέστερη ελληνική ὁμοιογένεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομοιογένεια

✦ το να ανήκει κάποιος στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον ή άλλους
✦ (γεν.) ομοιότητα, ομοιομορφία

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανομοιομορφία, ανομοιογένεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.