οκτάεδρος
Προφορά
Ετυμολογία
οκτάεδρος αρχαία ελληνική ὀκτάεδρος
Ερμηνεία
οκτάεδρος
✦ κ. οχτάεδρος, -η, -ο επίθ. (Κ οκτάεδρος, -ος, -ον) που έχει οχτώ έδρες
✦ το ουδ. οκτάεδρο(ν) ως ουσ., (γεωμ.) στερεό σχήμα με οχτώ έδρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–