οικογενειάρχης


οικογενειάρχης
Προφορά

Ετυμολογία
οικογενειάρχης οικογένεια + άρχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οικογενειάρχης

✦ ο αρχηγός της οικογένειας, το πρόσωπο που συντηρεί οικογένεια, συν. ο πατέρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.