οικείος


οικείος
Προφορά

Ετυμολογία
οικείος αρχαία ελληνική οἰκεῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ οικείος -α, -ο

✦ ο του οίκου, που ανήκει στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός
✦ στενός φίλος
✦ που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, δικός
✦ γνώριμος, γνωστός
✦ ο αρμόδιος: τον παρέπεμψαν στο οικείο τμήμα
✦ πληθ. αρσ. οι οικείοι ως ουσ., στενοί φίλοι ή συγγενείς
✦ φρ. εξ οικείων τα βέλη, από φίλους τα πλήγματα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αλλότριος, ξένος
Επιρρήματα
οικείως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.