οθωμανισμός
Προφορά
Ετυμολογία
οθωμανισμός Οθωμανός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οθωμανισμός
✦ εθνικιστική επιδίωξη Τούρκων πολιτικών, κατά το τέλος του 19ου αι., που απέβλεπε στον αναγκαστικό εκτουρκισμό των εθνών που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–