όζος
Προφορά
Ετυμολογία
όζος αρχαία ελληνική ὄζος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο όζος
✦ το μέρος στελέχους φυτού, ο κόμπος ή ο οφθαλμός, απ’ όπου φυτρώνει φύλλο ή κλαδί
✦ άγονος οφθαλμός φυτού, που δε βλάστησε, ρόζος |(ιατρ.) όγκωμα (φυσιολογικό ή παθολογικό) σε όργανο του σώματος ή στο δέρμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–