οδόφραγμα
Προφορά
Ετυμολογία
οδόφραγμα οδός + φράγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το οδόφραγμα
✦ πρόχειρο οχύρωμα (από ξύλα, πέτρες, οχήματα κτλ.) που κλείνει το δρόμο: οι διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα για να εμποδίσουν τους αστυνομικούς να πλησιάσουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–