ξετρελαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξετρελαίνω ξε- + τρελαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξετρελαίνω
✦ φέρνω κάποιον σε κατάσταση τρέλας
✦ εμπνέω υπερβολική, παράφορη αγάπη ή ενθουσιασμό
✦ ξετρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου
✦ ενθουσιάζομαι: είναι ξετρελαμένος με τη δουλειά του – όλοι ήταν ξετρελαμένοι με την παράσταση
✦ ερωτεύομαι παράφορα: μόλις αντίκρισε τη μικρή, ξετρελάθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απογοητεύομαι
Επιρρήματα
–