ξεσπώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξεσπώ ἐξέσπασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκσπῶ
Ερμηνεία
ξεσπώ
✦ -άς, -ά κ. ξεσπάζω ρ. (ξέσπασα) χύνομαι σπάζοντας το εμπόδιο
✦ (μτφ. ) εκδηλώνομαι βίαια ή απότομα: ξέσπασε σε γέλια – σε λυγμούς
✦ (μτφ. ) εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα: ξέσπασε πόλεμος
✦ (κ. για καιρικά φαινόμενα): ξέσπασε η μπόρα – τέσσερις μέρες τώρα, κάθε μεσημέρι, ξεσπά μια καταιγίδα γεμάτη αστροπελέκια και καταρράχτες (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–