ξεθεώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεθεώνω ἐξεθέωσα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκθεῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεθεώνω
✦ κουράζω υπερβολικά: ξεθεώθηκε στη δουλειά – κείνο το ψωμί που τους ξεθέωνε από σπορά ως θέρο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–