ξεθαρρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεθαρρεύω ἐξεθάρρησα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκθαρρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεθαρρεύω
✦ παίρνω θάρρος, αναθαρρεύω: άργησα πολύ να ξεθαρρευτώ και να αισθάνομαι άνετα (Οδ. Ελύτης)
✦ αποθρασύνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δειλιάζω
Επιρρήματα
–