ξεδοντιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεδοντιάζω ξε- + δόντι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεδοντιάζω
✦ βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου
✦ (μτφ. ) αποδυναμώνω, εξουδετερώνω: ξεδοντιάστηκαν οι τοπικές οργανώσεις του κόμματος
✦ ξεδοντιάζομαι, χάνω τα δόντια μου: και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–