ξεγλιστρώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξεγλιστρώ ξε- + γλιστρώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεγλιστρώ -άς, -ά
✦ διολισθαίνω
✦ (μτφ. ) κατορθώνω να ξεφύγω, να απαλλαγώ από κάποιον ή από κάτι: μόλις γίνει κουβέντα για τις υποχρεώσεις του, κοιτάει να ξεγλιστρήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–