νοσώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νοσώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νοσώ.mp3Ετυμολογίανοσώ αρχαία ελληνική νοσέω-ῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ νοσώ -είς, -εί ✦ είμαι άρρωστος, πάσχω ✦ (μτφ. ) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση: η ελληνική οικονομία νοσεί Συνώνυμαασθενώ Αντίθετα–Επιρρήματα–