νοσηρός
Προφορά
Ετυμολογία
νοσηρός αρχαία ελληνική νοσηρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νοσηρός -ή, -ό
✦ ο επιβλαβής στην υγεία, που προκαλεί αρρώστια: νοσηρό κλίμα
✦ (μτφ. ) ο μη υγιής, μη φυσιολογικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
νοσηρά (Κ νοσηρώς):η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται (Κ. Καβάφης)