νοσηλευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
νοσηλευτικός νοσηλεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νοσηλευτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη νοσηλεία
✦ ο κατάλληλος για νοσηλεία: νοσηλευτικό ίδρυμα
✦ θηλ. νοσηλευτική ως ουσ., η τέχνη ή η πρακτική της περίθαλψης ασθενών ή τραυματιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–