νικώ
Προφορά
Ετυμολογία
νικώ αρχαία ελληνική νικάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νικώ -άς, -ά
✦ επικρατώ σε μάχη ή αγώνα, κερδίζω νίκη
✦ (γεν.) κατισχύω
✦ καταστέλλω, συγκρατώ: δεν μπορεί να νικήσει τα πάθη του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νικιέμαι, ηττώμαι
Επιρρήματα
–