νεοαφιχθείς
Προφορά
Ετυμολογία
νεοαφιχθείς νεο- + αφιχθείς, μτχ. παθητ. αορ. του ρήματος αφικνούμαι
Ερμηνεία
νεοαφιχθείς
✦ -είσα, -έν (γεν. αρσ. κ. ουδ. -έντος) μτχ. ως επίθ. αυτός που έφθασε, που ήρθε πριν από λίγο, νεοφερμένος: ήρθε ο αρμόδιος αξιωματικός να με πληροφορήσει για τον στρατηγό Ζυμβρακάκη, τον νεοαφιχθέντα αρχηγό του τοπικού και του εθελοντικού στρατού (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–