νέκρωση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νέκρωσηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νέκρωση.mp3Ετυμολογίανέκρωση μεταγενέστερη ελληνική νέκρωσις Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η νέκρωση ✦ θανάτωση ✦ τοπική αναισθησία, νάρκωση ✦ αδράνεια, στασιμότητα Συνώνυμανέκρα Αντίθετανέκρα Επιρρήματα–