νατουραλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
νατουραλισμός └γαλλ┘ naturalisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νατουραλισμός
✦ λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή, που θεωρεί την πιστή μίμηση της φύσης ως βασική αρετή των έργων τέχνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–