νάρθηκας
Προφορά
Ετυμολογία
νάρθηκας αρχαία ελληνική νάρθηξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νάρθηκας
✦ (βοτ.) γένος φυτών της οικογένειας των σκιαδανθών
✦ το στέλεχος, ο καυλός του φυτού αυτού |(ιατρ.) σκελετός από ξύλο, πλαστικό, μέταλλο, σύρμα ή γύψο που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση μέλους του σώματος που έπαθε κάταγμα, διάστρεμμα ή θλάση
✦ το τμήμα του χριστιανικού ναού που βρίσκεται πριν από τον κυρίως ναό, πρόναος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–