ναπάλμ


ναπάλμ
Προφορά

Ετυμολογία
ναπάλμ Να (χημικό στοιχείο του νατρίου) + palmitate (=άλας παλμιτικού οξέος)

Ερμηνεία
ναπάλμ

✦ άκλ. ουσ. εύφλεκτη, ζελατινώδης μάζα που χρησιμοποιείται ως συστατικό στις εμπρηστικές βόμβες και νάρκες καθώς και στα φλογοβόλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.