νάνος
Προφορά
Ετυμολογία
νάνος αρχαία ελληνική νάνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νάνος
✦ άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος, πυγμαίος
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ασήμαντος
✦ (ως επίθ. για ζώα και φυτά) που έχει διαστάσεις πολύ μικρότερες από τις συνηθισμένες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γίγας
Επιρρήματα
–