μπότσος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μπότσοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μπότσος.mp3Ετυμολογίαμπότσος └ιταλ┘bozzo Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο μπότσος ✦ αλυσίδα ή χοντρό σκοινί για το δέσιμο και τη στερέωση της άγκυρας, και γεν. κάθε κινητού εξαρτήματος του καταστρώματος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–