αγέλαστος


αγέλαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αγέλαστος αρχαία ελληνική ἀγέλαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγέλαστος -η, -ο

✦ ο σκυθρωπός, που ποτέ του δε γελά: ο βουβός, ο αγέλαστος ετούτος ανέσπλαχνος άντρας (Ν. Καζαντζάκης) – άχαρα νιάτα, αγέλαστα (Κ. Βάρναλης)
✦ που δε γελιέται, που δεν τον εξαπατούν εύκολα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.