μόχλευση


μόχλευση
Προφορά

Ετυμολογία
μόχλευση αρχαία ελληνική μόχλευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μόχλευση

✦ η μετατόπιση με τη βοήθεια μοχλού
(μτφ. ) αναμόχλευση (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.