μουσικοκριτικός


μουσικοκριτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μουσικοκριτικός μουσική + κριτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουσικοκριτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην κριτική μουσικών έργων
✦ ως ουσ. μουσικοκριτικός (ο, η), πρόσωπο που κρίνει τις εκτελέσεις μουσικών έργων
✦ θηλ. μουσικοκριτική ως ουσ., η κριτική των μουσικών έργων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.