ανακατάταξη
Προφορά
Ετυμολογία
ανακατάταξη ανακατατάσσω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανακατάταξη
✦ νέα κατάταξη
✦ εθελοντική κατάταξη στο στρατό μετά τη λήξη της θητείας κάποιου ή της εθελοντικής του κατάταξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–