μουντζούρης


μουντζούρης
Προφορά

Ετυμολογία
μουντζούρης ρ. μουντζουρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουντζούρης -α, -ικο

✦ ο μουντζουρωμένος, ο λερωμένος ιδ. στο πρόσωπο ή στα ρούχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.