μονόκερως
Προφορά
Ετυμολογία
μονόκερως αρχαία ελληνική μονόκερως
Ερμηνεία
μονόκερως
✦ -ως, -ων κ. μονόκερος, -η, -ο επίθ. βλ. μονοκέρατος
✦ αρσ.: μονόκερως κ. ουδ. μονόκερο ως ουσ. μυθικό ζώο που παριστάνεται με μορφή αλόγου και μεγάλο οξύ κέρατο στο μέτωπο: να κιόλας ένα ξωτικό, ένα μονόκερο, με το κέρατο φυτεμένο στο μεσόφρυδο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–