αναιμία
Προφορά
Ετυμολογία
αναιμία αρχαία ελληνική ἀναιμία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναιμία
✦ (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ελάττωση της ποσότητας της αιμοσφαιρίνης, συνήθως δε, και του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–