μικροκαμωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μικροκαμωμένος μικρός + καμωμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μικροκαμωμένος -η, -ο
✦ που έχει μικρές διαστάσεις
✦ (ιδ. για ανθρώπους) ο μικρού αναστήματος: ένας γέροντας μικροκαμωμένος και φαλακρός (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μεγαλοκαμωμένος
Επιρρήματα
–