μεταφυτεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μεταφυτεύω μεταγενέστερη ελληνική μεταφυτεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταφυτεύω
✦ αποσπώ φυτό από έναν τόπο και το φυτεύω σε άλλον
✦ (μτφ. ) μεταφέρω και μεταδίδω σε άλλον τόπο ή άλλα πρόσωπα ιδέες, συνήθειες, μεθόδους κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–