μετάταξη
Προφορά
Ετυμολογία
μετάταξη μεταγενέστερη ελληνική μετάταξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετάταξη
✦ η τακτοποίηση με άλλον τρόπο
✦ μεταφορά αξιωματικού από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο
✦ μετακίνηση δημόσιου υπαλλήλου από μια υπηρεσία σε άλλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–