μεταξάς
Προφορά
Ετυμολογία
μεταξάς μετάξι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεταξάς
✦ θηλ. μεταξού τεχνίτης που κατεργάζεται το μετάξι, μεταξουργός: είμαι στη χώρα μεταξάς, ξανθούλα μου και στάσου και πες μου πόσο τα πουλάς, μικρή μου, τα μαλλιά σου (δημ. τραγ.)
✦ πωλητής μεταξιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–