μετάλλιο
Προφορά
Ετυμολογία
μετάλλιο υποκοριστικό του ουσιαστικού μέταλλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μετάλλιο
✦ μετάλλινο κατασκεύασμα σε μορφή νομίσματος με χαραγμένη ή ανάγλυφη παράσταση ή επιγραφή, που προσφέρεται ως αναμνηστικό σπουδαίου γεγονότος ή τιμητικά σε ορισμένα άτομα ως βραβείο για εξαιρετική δράση ή επίδοση: χρυσό – αργυρό – χάλκινο μετάλλιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–