μεστός
Προφορά
Ετυμολογία
μεστός αρχαία ελληνική μεστός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεστός -ή, -ό
✦ γεμάτος, πλήρης: λόγος μεστός από νοήματα – πύργος γιομάτος πολεμίστρες, πύργος παράθυρα μεστός (Κ. Παλαμάς)
✦ (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος
✦ (για σάρκα) κρεατωμένος, σφιχτός, δεμένος: Ήταν νέα ακόμα, μόλις είκοσι πέντε χρόνων. Όμορφη. Με κορμί μεστό (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κενός, άδειος ,πλαδαρός
Επιρρήματα
–