μέσα
Προφορά
Ετυμολογία
μέσα μεσαιωνική ελληνική μέσα, πληθ. └ουδ┘ του μέσος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μέσα
✦ εντός, στο εσωτερικό ή προς το εσωτερικό
✦ (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια: μέσα στη βδομάδα
✦ (σε πολλές φράσεις) τα μέσα μου, τα σπλάχνα μου – έχει το διάβολο μέσα του, είναι δαιμόνιος – τον βάλανε μέσα, τον φυλάκισαν – μπαίνω μέσα, ζημιώνομαι σε επιχείρηση ή χάνω στα χαρτιά – είμαι στα μέσα και στα έξω, πανταχού παρών, πολύ οικείος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έξω
Επιρρήματα
–