μερσεριζέ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μερσεριζέΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μερσεριζέ.mp3Ετυμολογίαμερσεριζέ └γαλλ┘ mercerisé Ερμηνείαεπίθετο└άκλιτο┘ μερσεριζέ ✦ βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–