μεροκάματο
Προφορά
Ετυμολογία
μεροκάματο μέρα + κάματος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μεροκάματο
✦ τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας ημέρας, ημερομίσθιο: παραπανίσια η έγνοια τώρα για το μεροκάματο, γιατί τρέμανε μη δεν το πετύχουνε και μείνουνε νηστικά τα παιδιά τους (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–