μέρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
μέρισμα μεταγενέστερη ελληνική μέρισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μέρισμα
✦ το αποτέλεσμα του μερίζω, μερίδιο
✦ το ποσό που αναλογεί σε κάθε μετοχή εταιρείας από τα κέρδη της χρονιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–