μερίκευση


μερίκευση
Προφορά

Ετυμολογία
μερίκευση μερικεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μερίκευση

✦ ο περιορισμός γενικού θέματος σε ένα ή σε λίγα σημεία

Συνώνυμα

Αντίθετα
γενίκευση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.