μερακλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μερακλώνω μερακλής
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μερακλώνω
✦ κάνω κάποιον να κυριευθεί από καημό: τον μεράκλωσες τον άνθρωπο με το τραγούδι σου
✦ (μέσ.) μερακλώνομαι, με πιάνει το μεράκι, παθιάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–