μεν
Προφορά
Ετυμολογία
μεν αρχαία ελληνική μέν
Ερμηνεία
μεν
✦ σύνδ. αντιθετικός ή εναντιωματικός σύνδεσμος, που εισάγει την πρώτη από τις ανεξάρτητα εκφερόμενες προτάσεις
✦ φρ. οι μεν και οι δε, ο ένας και ο άλλος, οι τυχόντες: κοίτα τη δουλειά σου και μην ακούς τι σου λένε οι μεν και οι δε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–