μαστίγιο
Προφορά
Ετυμολογία
μαστίγιο μεταγενέστερη ελληνική μαστίγιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μάστιξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαστίγιο
✦ λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας
✦ φρ. με το μαστίγιο, με την άσκηση ή την απειλή βίας – φρ. μαστίγιο και καρότο (μτφρ. του αγγλικά carrot and stick) ο χαρακτηριζόμενος από τη χρήση εναλλάξ ανταμοιβής και τιμωρίας, το κίνητρο και η απειλή: μικρό πακέτο μέτρων -το καρότο- αλλά και σχέδιο πρόληψης των αγροτικών κινητοποιήσεων -το μαστίγιο- ετοιμάζει η κυβέρνηση για να προλάβει τα νέα μπλόκα (Ελευθεροτυπία)
✦ (βιολ.) κινητό νημάτιο στην επιφάνεια κυττάρων σε πρωτόζωα, βακτήρια κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–