μάρμαρο
Προφορά
Ετυμολογία
μάρμαρο αρχαία ελληνική μάρμαρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μάρμαρο
✦ είδος σκληρού πετρώματος, λευκού ή και έγχρωμου, που επιδέχεται στίλβωση: σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου (Λ. Μαβίλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–