μαίνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
μαίνομαι αρχαία ελληνική μαίνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μαίνομαι
✦ κατέχομαι από μανία: μαινόμενος ταύρος
✦ είμαι έξω φρενών, κάνω σαν τρελός
✦ (μτφ. ) εκδηλώνομαι με ακράτητη ορμή: μαίνεται η καταιγίδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
Μενω σπιτι γιατι μαινομαι τον κοροναιο.