μαθουσάλας


μαθουσάλας
Προφορά

Ετυμολογία
μαθουσάλας εβρ. λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαθουσάλας

✦ άνθρωπος μακρόβιος, εσχατόγηρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.